μεταμορφώνω — μεταμορφώνω, μεταμόρφωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταμορφώνω — (ΑM μεταμορφῶ, όω) 1. μεταβάλλω τη μορφή ή το σχήμα κάποιου (α. «τόν μεταμόρφωσε σε κύκνο» β. «μεταμορφοῡσθαι εἰς Ἀπόλλωνα», Φίλ.) 2. μεταβάλλω τη φύση, τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα (α. «ο γάμος του τόν μεταμόρφωσε τελείως» β. «μὴ… … Dictionary of Greek
μεταμορφώνω — μεταμόρφωσα, μεταμορφώθηκα, μεταμορφωμένος 1. αλλάζω τη μορφή ή το σχήμα κάποιου, μετασχηματίζω: Ο πλαστικός χειρούργος τη μεταμόρφωσε εντελώς. 2. μτφ., αλλάζω τη φύση, τις ιδιότητες, το χαρακτήρα κτλ. κάποιου: Η αγάπη της τον μεταμόρφωσε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… … Dictionary of Greek
αμεταμόρφωτος — η, ο [μεταμορφώνω] αυτός που δεν άλλαξε ή δεν μπορεί να αλλάξει μορφή, να μεταμορφωθεί … Dictionary of Greek
αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω … Dictionary of Greek
αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
αποθηριώνω — (AM ἀποθηριῶ, όω) μεταμορφώνω κάποιον σε θηρίο, εξαγριώνω (αρχ., ούμαι) 1. γίνομαι θηρίο 2. είμαι γεμάτος θηρία («ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῑλος») … Dictionary of Greek
αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») … Dictionary of Greek
απομορφώ — ἀπομορφῶ ( όω) (AM) μσν. ( ῶ) μεταμορφώνω αρχ. ( οῡμαι) μεταμορφώνομαι … Dictionary of Greek